κενταυρικός

κενταυρικός
κενταυρικός, -ή, -όν (Α) [κένταυρος]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο
2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη.
επίρρ...
κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κενταυρικόν — Κενταυρικός like a Centaur masc acc sg Κενταυρικός like a Centaur neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταυρικῶς — Κενταυρικός like a Centaur adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”